- δυσπιστοῦσαν
- δυσπιστέωmistrustpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Πυθέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ισχένοου από την Αίγινα. Κατά την περσική εισβολή, βρισκόταν μέσα στο πλοίο της Αίγινας που είχε τριήραχο τον Ασωνίδη. Όταν το πλοίο του κυριεύτηκε από τους Πέρσες, ο Π. έδειξε τόση γενναιότητα, ώστε… … Dictionary of Greek